σπερδούκλα

σπερδούκλα
και σπερδουκλιά και σφερδουκλιά, η, και σπερδούκλι και σφερδούκλι, το, και σπέρδουκλας και σφέρδουκλας, ο, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών ασφόδελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπερδούκλι έχει σχηματιστεί από το αρχ. ἀσφόδελος μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *ἀσφοδέλιον. Ο τ. σπερδούκλα με μεγεθ. κατάλ. -α, ενώ ο τ. σπέρδουκλας με μεγεθ. κατάλ. -ας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπερδούκλα, η — και σπερδούκλι,το είδος λουλουδιού, ασφόδελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπέρδουκλας — ο, Ν βλ. σπερδούκλα …   Dictionary of Greek

  • σπερδουκλιά — και σφερδουκλιά, η, Ν βλ. σπερδούκλα …   Dictionary of Greek

  • σπερδούκλι — το, Ν βλ. σπερδούκλα …   Dictionary of Greek

  • σφερδούκλι — το, Ν βλ. σπερδούκλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”